- γάντι
- Δερμάτινο, πλεκτό ή υφασμάτινο κάλυμμα του χεριού (συνήθως χωρισμένο σε πέντε δάχτυλα) που φοριέται για να το προστατεύει από το κρύο, την επαφή με ακάθαρτα πράγματα ή μόνο για κομψότητα.
Το χρησιμοποιούσαν από την αρχαιότατη εποχή στην Αίγυπτο (λινά γάντια βρέθηκαν σε τάφους φαραώ), αλλά οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι το αγνοούσαν – τουλάχιστον με τη μορφή και για τον σκοπό που ξέρουμε. Στην Ευρώπη το έφεραν οι βάρβαροι που εισέβαλαν από τον βορρά στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και οι πρώτες μαρτυρίες για τη διάδοση των γ. ανάγονται στον 6o αι. Στον Μεσαίωνα τα χρησιμοποιούσαν πάρα πολύ και από τη χρήση που τους έκαναν οι βάρβαροι προήλθε η λειτουργική και συμβολική χρησιμοποίησή τους: οι ιππότες φορούσαν ενισχυμένα γ. για την προστασία των χεριών, το πέταγμα του γ. σε αυλική συγκέντρωση σήμαινε πρόκληση σε μονομαχία και το γ. προσφερόταν ως σύμβολο της πίστης, κατά την απονομή φεουδαρχικού τίτλου ευγενείας. Στο Τραγούδι του Ρολάνδου (Chanson de Roland) ο Ορλάνδος την ώρα που πεθαίνει προσφέρει στον Θεό το γ. του δεξιού χεριού του και κατεβαίνουν οι άγγελοι για να το πάρουν. Από τον 10o αι. το γ. μπήκε και στη θρησκευτική λειτουργική και οι καθολικοί ιεράρχες φορούν μεταξωτά χρυσοκέντητα γ.
Ο 16ος αι. ήταν ο πραγματικός αιώνας των γ. Η βασίλισσα της Γαλλίας Αικατερίνη των Μεδίκων εισήγαγε τα γ. ως απαραίτητο συμπλήρωμα της τουαλέτας και η Ελισάβετ Α’ της Αγγλίας εισήγαγε τα κεντητά και στολισμένα με πολύτιμα πετράδια γ. Εμφανίστηκαν και αρωματικά γ. με σακουλάκια γεμάτα αρωματικές ουσίες που κρέμονταν στον καρπό, καθώς και γ. που ποτίζονταν με δηλητηριώδεις ουσίες για να δηλητηριάσουν εκείνους που θα τα φορούσαν. Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες αναπτύχθηκαν μεγάλες επιχειρήσεις κατασκευής γ. Τον 17o αι., όταν κόντυναν τα μανίκια των γυναικών, έγιναν της μόδας τα μακριά γ. και η μόδα αυτή συνεχίστηκε και όλο τον 18ο αι. Στις αρχές του 19ου αι., αντίθετα, φορούσαν κοντά γ. με κοντά μανίκια, αργότερα όμως καθιερώθηκαν τα μακριά γ. για τις βραδινές τουαλέτες και τα κοντά για την ημέρα· η μόδα αυτή συνεχίστηκε και τον 20ό αι. Έως τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο τα γ. εξακολουθούσαν να αποτελούν απαραίτητο συμπλήρωμα του καλού ντυσίματος για τις γυναίκες και τους άντρες. Σιγά-σιγά όμως η χρήση τους περιορίστηκε πιο πολύ σε πρακτικούς σκοπούς. Γ., συνήθως από καουτσούκ, φορούν οι χειρουργοί, οι εργάτες ορισμένων βιομηχανιών, οι αθλητές σε μερικά σπορ κλπ.
Γάντι του 16ου αι.· λεπτομέρεια από τον πίνακα του Τιτσιάνο «Ο άνθρωπος με το γάντι» (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
Κυνηγετικό γάντι του 16ου αι.· λεπτομέρεια από τον πίνακα του Βελάσκεθ «Ο ινφάντης δον Φερνάντο» (Μουσείο Πράντο, Μαδρίτη).
ΓΑΝΤΙ
Τα γάντια διακρίνονται για την ποικιλία σχήματος, χρώματος και διακόσμησης.
ΓΑΝΤΙ
* * *το1. χειρόχτι, γυναικείο ή ανδρικό εξάρτημα για κάλυψη τών χεριών2. φρ. α) «μιλάει ή φέρεται με τό γάντι» — με ευγένεια6) «τού 'ρίξε ή τού πέταξε το γάντι» — τόν κάλεσε σε μονομαχία, τόν προκάλεσεγ) «τού πάει γάντι» — τού ταιριάζει απόλυτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gant < (παλαιο-γερμ.) wαnt, τ. που εισήλθε πιθ. στις γαλλορρομανικές γλώσσες ως νομικός όρος, επειδή οι Φράγκοι είχαν τη συνήθεια να προσφέρουν το γάντι ως σύμβολο παραδόσεως μιας χώρας. Η αντίστοιχη ελλ. λέξη, που πλάστηκε από τους λογίους, είναι η λ. χειρόκτιο*].
Dictionary of Greek. 2013.